Θυμάσαι; Πως άραγε θα ήταν ποτέ δυνατόν να ξεχάσεις, θα μου πεις...
Τότε, στο Δημοτικό, που έτρεμαν οι γονείς σου μην τυχόν και σου ξεφύγει καμιά κουβέντα από εκείνες που άκουγες στο σπίτι. Ήταν τόσο δύσκολα όλα αυτά τα χρόνια... Ένιωθες να πνίγεσαι από τη σκουριά και το σκοτάδι που κάλυπταν τα πάντα γύρω σου. Κι έτρεμες να μην καταφέρουν να σε σκεπάσουν και σένα.
Τότε ήταν που γνώρισες τον φόβο για πρώτη φορά. Κι αντίκρισες το πρόσωπο του μίσους.
Μικρό παιδάκι ήσουν, με μια μπλε ποδιά με άσπρο γιακά, κι απέναντι σου έμοιαζαν θεόρατοι ο δάσκαλος, ο παπάς κι ο χωροφύλακας. Πελώριοι γίγαντες που λες και είχαν ξεπηδήσει μέσα απ΄ τις σελίδες του χειρότερου εφιάλτη που είδε ποτέ άνθρωπος, έτοιμοι να σε λιώσουν κάτω από τη μπότα τους.
Τότε, στο Δημοτικό, που έτρεμαν οι γονείς σου μην τυχόν και σου ξεφύγει καμιά κουβέντα από εκείνες που άκουγες στο σπίτι. Ήταν τόσο δύσκολα όλα αυτά τα χρόνια... Ένιωθες να πνίγεσαι από τη σκουριά και το σκοτάδι που κάλυπταν τα πάντα γύρω σου. Κι έτρεμες να μην καταφέρουν να σε σκεπάσουν και σένα.
Τότε ήταν που γνώρισες τον φόβο για πρώτη φορά. Κι αντίκρισες το πρόσωπο του μίσους.
Μικρό παιδάκι ήσουν, με μια μπλε ποδιά με άσπρο γιακά, κι απέναντι σου έμοιαζαν θεόρατοι ο δάσκαλος, ο παπάς κι ο χωροφύλακας. Πελώριοι γίγαντες που λες και είχαν ξεπηδήσει μέσα απ΄ τις σελίδες του χειρότερου εφιάλτη που είδε ποτέ άνθρωπος, έτοιμοι να σε λιώσουν κάτω από τη μπότα τους.